Διαδρομή β'
«Τα κτίρια και η ιστορία τους..»
Ξεκίνησα χθες το απόγευμα άλλη μια διαδρομή στο περίεργα γοητευτικό κέντρο της Αθήνας!
Αυτή τη φορά, όμως, έδωσα μεγαλύτερη προσοχή στη χωροταξία της πόλης και την ιστορία των κτιρίων. Άρχισα από τα σκαλιά της κρατικής σχολής χορού μετά από μια ακόμη κουραστική μέρα! Μια κούραση από την οποία μάλλον είμαι εξαρτημένος και μόνο όταν την νιώθω είμαι καλά με τον εαυτό μου. Αλλά αυτό, όπως και να έχει, δεν είναι της παρούσης.
Κατηφόρισα την Ομήρου. Παρατήρησα τις πολυκατοικίες. Οι περισσότερες από αυτές δεν ξεπερνούσαν τους πέντε ορόφους. Μεταπολεμικές πολυκατοικίες της ανώτερης αστικής τάξης. Ο δρόμος όπως συνήθως, στενός! Παρκαρισμένα αυτοκίνητα και στις δύο πλευρές…Ένα πεζοδρόμιο που με κάνει να νιώθω αθλητής δρόμου μετ’ εμποδίων αλλά ταυτόχρονα και εξερευνητής αρχαίων θησαυρών, αν προσθέσουμε τις μυστικές παγίδες που μπορείς να συναντήσεις! Παρόλα αυτά υπάρχουν κάποια εμπόδια που δε με πειράζουν κι αυτά είναι τα αγαπημένα σε όλους μας δεντράκια, που ευτυχώς υπάρχουν ακόμα κι ας μη μπορώ να περάσω. Έφτασα στη γωνία Ομήρου και Πανεπιστημίου. Μου έκανε εντύπωση ο καθολικός ναός του Αγίου Διονυσίου!
Η ανέγερση του καθολικού ναού του Αγίου Διονυσίου, έχει μια μακρά και περιπετειώδη ιστορία. Η αγορά του οικοπέδου πραγματοποιήθηκε το 1847 και, κατόπιν επιθυμίας του τότε βασιλιά Όθωνα, η μελέτη ανατέθηκε στον φημισμένο Γερμανό αρχιτέκτονα Leo von Klenze, ο οποίος σχεδίασε μια μεγαλοπρεπή τρίκλιτη βασιλική νεο-αναγεννησιακού ρυθμού (με πρότυπο το ναό του Αγίου Βονιφατίου στο Μόναχο). Η οικοδόμηση ξεκίνησε το 1853, αλλά αμέσως μετά τη θεμελίωση διακόπηκε, λόγω έλλειψης χρημάτων. Τότε ανέλαβε την επίβλεψη των εργασιών ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες αρχιτέκτονες του 19ου αιώνα, ο Λύσανδρος Καυταντζόγλου, ο οποίος το 1858 πρότεινε μια παραλλαγή του αρχικού σχεδίου, με κύρια χαρακτηριστικά τις μικρότερες διαστάσεις, την κατάργηση του κωδωνοστασίου και τον λιτότερο διάκοσμο, προσδίδοντας στο έργο, κατά τον Κ. Μπίρη, αντί της πομπώδους, "ήρεμον και αξιοπρεπή εμφάνισιν, ενηρμονισμένην εις το αρχιτεκτονικόν ύφος του Αθηναϊκού κλασσικισμού". Αν και μη ολοκληρωμένος, ο ναός λειτούργησε για πρώτη φορά το 1865 (τρία χρόνια μετά την ανατροπή του Όθωνα). Μεταξύ των ετών 1875-1891 συμπληρώθηκαν το Ιερό Βήμα, τα προπύλαια, το πρόστωο και άλλα στοιχεία, ενώ κτίστηκε και το παρακείμενο αρχιεπισκοπικό μέγαρο. Τα vitraux κατασκευάστηκαν στο Μόναχο τη δεκαετία του 1890 και οι προσθήκες συνεχίστηκαν στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, ενώ το 1960 επιχειρήθηκε μια πρώτη ανακαίνιση. Μεταξύ των ετών 1992-1998, πραγματοποιήθηκε μια πλήρης εξωτερική και εσωτερική αποκατάσταση (βάσει μελέτης του αρχιτέκτονα Γιάννη Κίζη). Προχωρώντας παρακάτω υποσχέθηκα στον εαυτό μου να τον επισκεφτώ κάποια στιγμή.
Έπειτα, αφού έφτασα στην Ακαδημίας παρατήρησα την Παλαιά Βουλή. Το Μέγαρο της Παλαιάς Βουλής θεμελιώθηκε το 1858 από τη βασίλισσα Αμαλία και οικοδομήθηκε σε σχέδια του Francois Boulanger. Το Μέγαρο είναι άμεσα συνδεδεμένο με την ελληνική ιστορία: πρόκειται για την πρώτη μόνιμη στέγη του ελληνικού Κοινοβουλίου. Προκειμένου να στεγάσει τη Βουλή και τη Γερουσία. Με την έξωση του βασιλιά Όθωνα και τη μεταπολίτευση του 1862 καταργείται το σώμα της Γερουσίας. Τα σχέδια του κτιρίου τροποποιούνται από τον έλληνα αρχιτέκτονα Παναγιώτη Κάλκο με κυριότερη μεταβολή την κατάργηση του αμφιθεάτρου της Γερουσίας. Το κτίριο του Κοινοβουλίου ολοκληρώνεται το 1875. Σήμερα η Παλαιά Βουλή είναι αρχιτεκτονικό κόσμημα στο κέντρο των Αθηνών. Η μεγαλόπρεπη Αίθουσα των Συνεδριάσεων αποτελεί χώρο ιστορικής μνήμης αλλά και κατάλληλη στέγη για σημαντικές εκδηλώσεις ιστορικού και πολιτιστικού περιεχομένου. Οι αίθουσες που την περιβάλλουν στεγάζουν τη μόνιμη έκθεση του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου, ενώ το υπερώο αποτελεί το χώρο περιοδικών εκθέσεων.
Στη συνέχεια, θέλοντας να βγω στην οδό Κολοκοτρώνη, πέρασα μέσα από την πανέμορφη πλατεία της. Δίπλα ακριβώς από την Παλαιά Βουλή για πρώτη φορά παρατήρησα την καλά κρυμμένη Μπενάκειος Βιβλιοθήκη! Το κεντρικό κτίριο της βιβλιοθήκης και το κτίριο του βιβλιοστασίου χτίστηκαν τις χρονιές 1911-1912. Στα μέσα της δεκαετίας του 1920, με δαπάνες του Αντώνη Μπενάκη, δημιουργήθηκε και το τρίτο κτίριο για να στεγάσει τη βιβλιοθήκη που ο Γιάννης Ψυχάρης είχε δωρίσει στο ελληνικό κράτος. Πρόκειται για εξαίρετο δείγμα νεοκλασικής αρχιτεκτονικής της Αθήνας των αρχών του 20ου αιώνα με πολλά διακοσμητικά εσωτερικά και εξωτερικά στοιχεία. Σήμερα ανήκει στη Βουλή και αποτελεί παράρτημα της Βιβλιοθήκης της.
Πιάνω την οδό Κολοκοτρώνη, ένα δρόμο που είχα πολύ καιρό να περπατήσω. Ξαφνιάστηκα όταν είδα το πλήθος των μαγαζιών που έχουν ανοίξει. Κατηφορίζοντας τον ίδιο δρόμο κι έχοντας πάντα στο νου μου τα κτίρια αντιλαμβάνομαι την ύπαρξη πολλών νεοκλασσικών. Σχεδόν όλα δεν ξεπερνούν τους τρεις ορόφους. Δυστυχώς τα πιο πολλά είναι παραμελημένα. Έφτασα στην οδό Αθηνάς. Μια οδό γεμάτη από μαγαζιά των οποίων οι αμέτρητοι πάγκοι και τα κάθε λογής αντικείμενα που κρέμονται πάνω από αυτούς (μπουφάν, βαλίτσες, μπαταρίες, ομπρέλες, φακούς κ.τ.λ.) με κάνουν κάθε φορά να σκέφτομαι πως μόνο με κάποιο μαγικό τρόπο μπορεί να τα μαζεύουν κάθε βράδυ και πως σίγουρα θα υπάρχει κάποιος μυστικός χώρος για να τα τοποθετούν!
Έχοντας ως στόχο να φτάσω στην Αγίων Ασωμάτων μπαίνω στα μικρά στενάκια και τις μονοκατοικίες του Ψυρρή. Στενά στα οποία στην κυριολεξία είναι γεμάτα από γκράφιτι, συνθήματα, διάφορες σκέψεις κ.τ.λ. Διασκέδασα πάρα πολύ διαβάζοντας τα. Έτσι μετά από πολλές στάσεις για «μελέτη», οι οποίες θα ήταν και περισσότερες, αν δεν τις αποθάρρυναν η συχνή εμφάνιση της δυσοσμίας που συνήθως έχουν τα μικρά και σκοτεινά δρομάκια του κέντρου, φτάνω τελικά στη πλατεία Αγίων Ασωμάτων. Το επίπεδο της εκκλησίας είναι δύο ολόκληρα μέτρα κάτω από το επίπεδο του δρόμου. Ο ναός χρονολογείται γύρω στο τρίτο τέταρτο του 11ου αιώνα. Κατά τη διάρκεια του 19ου και του 20ου αιώνα έγιναν τόσες και τέτοιες παρεμβάσεις εξωτερικά που πλέον από τα αρχικά του στοιχεία διατηρήθηκε μόνο ο Αθηναϊκός τρούλος. Το 1960 περίπου, ο ναός επανήλθε στην αρχική του μορφή και αποκαλύφθηκε η βυζαντινή τοιχοποιία του.
Κατά τη διαδικασία των εργασιών αποκατάστασης αποκαλύφθηκαν φθαρμένες τοιχογραφίες μεταγενέστερης εποχής, μάλλον υστεροβυζαντινών χρόνων, και βρέθηκε στην Αγία Τράπεζα μια πολύτιμη, αργυρή θήκη με ιερά λείψανα. Ακόμα και σήμερα δεν έχουν ταυτοποιηθεί για να γίνει γνωστό σε ποιον άγιο ανήκαν.
Αφού σταμάτησα να κάνω κύκλους γύρω από την εκκλησία, ήμουν έτοιμος για να πάρω το δρόμο της επιστροφής μέσα από τον ,ίσως, πιο εμπορικό δρόμο της Αθήνας, την «πολυπερπατημένη» Ερμού. Φτάνω στην πλατεία Μοναστηρακίου. Αφού πρώτα απόλαυσα μια μπάντα χάλκινων πνευστών αποτελούμενη κυρίως από ρόμιδες, μου αποσπά την προσοχή η εκκλησία η ονομαζόμενη Παντάνασσα. Μια εκκλησία η οποία, σήμερα, λόγω γεωλογικών μεταβολών και μεταγενέστερης διαρρύθμισης του εδάφους της πλατείας και των παρακειμένων οδών, βρίσκεται κατά το 1/3 περίπου κάτω από την επιφάνεια του.
Ο χρόνος της ανέγερσης δεν είναι γνωστός με ακρίβεια, αφού οι διάφοροι μελετητές του τον τοποθετούν από τον 7ο αι. ως το 12ο, με πιθανότερο τον 9ο αι. (Ορλάνδος).
Αρχικά η εκκλησία της Παντάνασσας (=της Βασίλισσας των πάντων) Θεοτόκου, που είναι αφιερωμένη στην Κοίμηση (15 Αυγούστου), ήταν ιδιόκτητος ναός του Νικολάου Μπονεφατζή, και αργότερα έγινε Καθολικό γυναικείου μοναστηρίου, που τα κτίσματα του κάλυπταν το σύνολο της πλατείας, γι' αυτό και λεγόταν και «Μέγα Μοναστήριον». Σιγά-σιγά όμως άρχισε να φθίνει, ώστε αρχικά να καταντήσει Μετόχι της Μονής Καισαριανής και αργότερα (ίσως από το 1690) ενοριακός ναός και έκτοτε, οπωσδήποτε από το 1821, να λέγεται «Μοναστηράκι».
Λίγο πιο πέρα από την εκκλησία υπάρχει το τζαμί. Αυτό χτίστηκε από τον Τούρκο βοεβόδα Τζισταράκη το 1759 με υλικό παρμένο από παλιά κτίρια. Για το μαρμαροκονίασμα των τοίχων, ανατινάχτηκε η 17η κολώνα του Ναού του Ολυμπίου Διός. Οι παλιοί Αθηναίοι πίστευαν ότι κάτω από κάθε κίονα του ναού βρισκόταν παγιδευμένη μία κατάρα, κάτι που επιβεβαιώθηκε με το ξέσπασμα λιμού στην πόλη. Σύμφωνα με τον ίδιο μύθο, ο ναός του Διός θρήνησε τόσο δυνατά την καταστροφή της στήλης, που εκείνο το βράδυ κανείς δεν κοιμήθηκε στην Αθήνα. Ηρέμησε μόνο με την δολοφονία του βοεβόδα. Μετά την Επανάσταση του 1821 χρησιμοποιήθηκε το κτήριο για συνελεύσεις και το 1924μετατράπηκε σε λαογραφικό μουσείο. Ο Γ. Δροσίνης προσέφερε δύο πολύτιμες συλλογές, τα έπιπλα, σκεύη και εικόνες από τον Δανό Κ. Πελφ και τα ιαπωνικά αγγεία του Γρ. Μάνου. Το μετονόμασε σε Εθνικό Μουσείο Κοσμητικών Τεχνών. Σήμερα στο τζαμί στεγάζεται συλλογή κεραμικών.
Άφησα πίσω μου τη πολυπληθή πλατεία και συνέχισα να ανηφορίζω στην αντίστοιχα πολύκοσμη και πολύβουη πια Ερμού με τις πολλές βιτρίνες και τα πολλά φώτα. Έφτασα στη γνωστή Καπνικαρέα. Αφού πάλι πρώτα ασήμωσα και απόλαυσα μια παρέα από B boys που χόρευαν break dance, παρατήρησα την εκκλησία. Η Καπνικαρέα χρονολογείται από τον 11ο αιώνα
Είναι αφιερωμένη στα Εισόδια της Θεοτόκου και ανήκει στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, έτσι λοιπόν ονομάζεται «Ιερός Πανεπιστημιακός Ναός».
Ο αρχιτεκτονικός της ρυθμός είναι σύνθετος τετρακιόνιος σταυροειδής εγγεγραμμένος. Αναφέρεται ότι έχει κτιστεί στη θέση παλαιότερης εκκλησίας την οποία είχε αναγείρει η Ευδοκία, Αθηναία σύζυγος του αυτοκράτορα Θεοδόσιου του Μικρού. Η αρχική εκκλησία είχε χτιστεί με τη σειρά της (όπως συνηθιζόταν) πάνω στα θεμέλια αρχαίου ελληνικού ναού, αφιερωμένου σε γυναικεία θεότητα, πιθανότατα την Αθηνά ή την Δήμητρα. Στο ναό βρίσκονται ενσωματωμένα οικοδομικά στοιχεία όπως κίονες με ρωμαϊκά κιονόκρανα και εντοιχισμένα γλυπτά και επιγραφές.
Στη βόρεια πλευρά του ναού έχει προστεθεί παρεκλήσσι με τρούλο στη μνήμη της Αγίας Βαρβάρας
Το όνομα της εκκλησίας θεωρείται ότι προέρχεται από αυτόν που την έκτισε, ο οποίος εισέπραττε ένα φόρο οικοδομών στα χρόνια του Βυζαντίου, τον καπνικό φόρο. Πιο παλιά είχε το όνομα Καμουχαρέα, από το όνομα των χρυσοΰφαντων υφασμάτων (καμουχάς) τα οποία πιθανότατα έφτιαχναν σε εργαστήρια στην περιοχή.
Κατά την Τουρκοκρατία ονομαζόταν εκκλησία της Βασιλοπούλας και του Πρέντζα. Το 1834 υπήρξε σχέδιο κατεδάφισης του ναού το οποίο δεν εκτελέσθηκε με παρέμβαση του Λουδοβίκου της Βαυαρίας, του πατέρα του Όθωνα.
Με αυτά και με αυτά έφτασα στην Πλατεία Συντάγματος, το κυριολεκτικά κέντρο της Αθήνας, αφού οι χιλιομετρικές αποστάσεις στην Ελλάδα έχουν ως κέντρο αναφοράς την Πλατεία Συντάγματος.
Εκεί ξαφνικά συνάντησα και τον χαρακτήρα που ασυναίσθητα με έκανε να τον παρακολουθήσω.
Ο συγκεκριμένος χαρακτήρας ήταν ένας κύριος περίπου εξήντα με εβδομήντα χρονών. Το πρώτο που μου έκανε εντύπωση σε αυτόν ήταν το ντύσιμό του και η πολύ ενδιαφέρουσα αισθητική του σε αντιπαράθεση με την ηλικία του. Τίποτα δεν ήταν τυχαίο πάνω του. Φορούσε υφασμάτινο, σκούρο παντελόνι με ανεβασμένα λίγο τα μπατζάκια του, ώστε να φαίνονται οι ανοιχτόχρωμες κάλτσες του. Κάλτσες με κόκκινες ρίγες τις οποίες πλαισίωναν σκούρα δερμάτινα παπούτσια. Από πάνω φορούσε ανοιχτόχρωμο πουκάμισο, ένα ωραίο κίτρινο μπουφάν κι ένα κόκκινο κασκόλ. Είχα ενθουσιαστεί! Όλα ήταν vintage κομμάτια με απίστευτες λεπτομέρειες και πραγματική χρωματική αρμονία. Στην αρχή σκέφτηκα μήπως είναι κανένας παλιός βαρώνος της μόδας αλλά η άσχετη αθλητική τσάντα μάρκας puma στην πλάτη με έκανε να το ξεχάσω αμέσως, κάτι που με χαροποίησε ακόμα πιο πολύ. Παρόλα αυτά ήταν ξεκάθαρο ότι δεν του έφτανε να ντυθεί απλά για να ντυθεί. Έτσι βάζοντας τη φαντασία μου να οργιάζει κόλλησα από πίσω του κι άρχισα να δημιουργώ τη δική μου προσωπικότητα που ζει στο κέντρο της Αθήνας. Είχε κάτασπρα μούσια, κάτασπρα κοντά μαλλιά, μεγάλο κούτελο και λίγη καραφλίτσα. Το πρόσωπό του, με τις απαραίτητες ρυτίδες και το ψημένο δέρμα με αρκετές φακίδες φανέρωνε τη σίγουρα πολύωρη ή πολύχρονη παραμονή του στο παρελθόν κάτω από τον ήλιο. Ήταν μόνος του. Περπατούσε αργά παρατηρώντας ο,τιδήποτε μπορούσε να του κεντρίσει το ενδιαφέρον. Φαινόταν ότι δεν τον ένοιαζε να φτάσει κάπου. Έκανε τη διαδρομή για τη διαδρομή. Σαν να ήθελε να ξεχαστεί από μια κουραστική μέρα ή σαν να ήθελε να προβληματιστεί παραπάνω, αφού πραγματικά τα μάτια του έδειχναν ένα άνθρωπο βυθισμένο απόλυτα μέσα στις σκέψεις του. Σκέφτηκα τι επάγγελμα θα μπορούσε να έκανε και σχετικά εύκολα κατέληξα ότι είναι καλλιτέχνης και συγκεκριμένα εικαστικός. Ένας εικαστικός μυημένος σίγουρα σε σύγχρονες πρακτικές. Ένας εικαστικός με συνεχείς αναζητήσεις που παλεύει να ικανοποιήσει έννοιες όπως η αλήθεια, το καινούριο, η αυτογνωσία κ.ο.κ. Είναι σίγουρα μοναχικός τύπος ( η κλασσική μοναχικότητα του καλλιτέχνη!). Έχει κάνει οικογένεια στο παρελθόν όμως τώρα είναι χωρισμένος. Παρόλα αυτά έχει άψογη επικοινωνία και σχέση με τα παιδιά του και την πρώην γυναίκα του. Δεν έχει πολλά λεφτά, δεν τον νοιάζει κιόλας, όμως σίγουρα δεν πεινάει. Είναι ευγενικός αλλά όχι προσιτός. Ασχολείται μόνο όταν θεωρεί ότι ο άλλος αξίζει. Είναι φιλικός όμως δύσκολος άνθρωπος με πολλές παραξενιές λόγω των πολλών εξαναγκασμών, προσωπικών επιδιώξεων και εμμονών. Είναι πολύ οξυδερκής, καθόλου ανασφαλής, ξέρει ποιος είναι και τι θέλει. Χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι έχει σταματήσει να αυτοπροσδιορίζεται, να αυτοακυρώνεται και να προβληματίζεται. Μέσα στην πόλη τον φαντάζομαι μόνο, όπως εκείνη τη στιγμή, με μια μόνιμη διάθεση εξερεύνησης χωρίς όμως ποτέ να ξεχνά τα αγαπημένα του στέκια. Τα οποία σίγουρα είναι μικρά μαγαζάκια με πολύ ζεστό περιβάλλον, καλλιτεχνικές αναφορές και σίγουρα καλό καφέ και καλά ποτά. Στέκια που όλοι τον γνωρίζουν και τον σέβονται, άσχετα αν τον συμπαθούν και του μιλάνε. Δουλεύει πολλές ώρες. Βγαίνει σπάνια έξω και αγαπά πάρα πολύ να είναι μόνος του και να περπατάει. Όταν αποφασίσει να βγει θα είναι για να συναντήσει κάποιον από τους δύο πολύ στενούς του φίλους!
Δυστυχώς όμως η ώρα περνούσε και αναγκάστηκα να τον αφήσω μέσα σε ένα μαγαζί με μεταχειρισμένα ρούχα και να δώσω ένα τέλος και σε αυτήν την
όμορφη διαδρομή. Πραγματικά την ευχαριστήθηκα! Είδα μέρη που δεν είχα ξαναδεί, έμαθα πολλά, αλλά και συγχρόνως ξεχάστηκα και αρκετά. Μια διαδικασία που τελικά αποδείχτηκε πολύ πιο ενδιαφέρουσα και δημιουργική από ότι περίμενα.
19-11-2013
ΜΟΛΥΜΠΑΚΗΣ
ΙΑΚΩΒΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου